Première émission d’une série de cinq entretiens avec Vassilis Alexakis, sur France Culture
Les années d’enfance
Vassilis Alexakis est né d’un père comédien, originaire d’une famille catholique de Santorin et d’une mère native d’Istanbul, orthodoxe fervente.
D’autres influences, d’autres récits contribuent au roman familial : ainsi cet ancêtre italien, acteur lui aussi, qui saisi par la beauté de Santorin, s’y serait alors définitivement établi.
Il est inutile cependant de demander à Alexakis de faire de ces origines mêlées la clé de son rapport à la littérature, rapport singulier puisqu’il écrit alternativement en français et en grec, et se traduit également lui-même dans les deux langues.
Car aux sources de l’écriture, de la littérature, il y a d’abord le personnage de la mère, une mère qu’il évoque dans un roman publié en français sous le titre « Je t’oublierai tous les jours ». Cette mère qui s’ennuie un peu à Santorin, isolée dans sa belle-famille, et grande lectrice de romans et de poésie.
Comme dans beaucoup de familles, la mère lit des histoires aux enfants le soir, moment attendu avec grande impatience. Parmi les lectures, des classiques pour l’enfance et notamment les livres de la « Comtesse de Ségur », assez librement traduits d’un français mal connu. Mais cette grande lectrice s’aventure aussi bien au-delà des classiques pour l’enfance.
Et surtout, il y a ce jeu merveilleux, inventé pour remédier à l’ennui des siestes, des siestes qui sont alors, précise Alexakis, un « devoir national ».
Les maisons de Santorin, souvent troglodytes, sont mal isolées et l’humidité dessine sur les murs toute une géographie composée de taches grises. Ces taches sont le prétexte d’un jeu auquel l’écrivain se livre avec sa mère pendant les heures de repos imposé. Les traces humides, désignées au hasard, deviennent alors des pays dont il faut inventer l’histoire. « C’était au fond » dit Alexakis, « faire du Georges Perec avant Perec ». S’imposer une contrainte pour susciter l’imagination.
On retient encore de cette première émission l’évocation de Santorin et d’Athènes, à travers les deux quartiers périphériques de Kallithéa et de Néa Philadelphie. Deux quartiers pauvres, qui ont accueilli notamment des réfugiés d’Asie mineure. « Mes parents étaient à leur place dans ce quartier » dit Alexakis.
Le manque d’argent caractérise en effet cette enfance, transformant les repas en véritables cauchemars. «On n’avait jamais envie de manger ce qu’on nous servait ».
Une histoire de pauvreté, de vie difficile, renforcée encore par le contexte économique de l’après-guerre. Car la Grèce, comme la Pologne, a été proportionnellement l’un des pays les plus durement frappés par la seconde guerre mondiale.
Une Grèce de l’après-guerre qu’Alexakis n’hésite d’ailleurs pas à rapprocher de celle d’aujourd’hui.
L’enfance de l’écrivain est donc bien une histoire grecque puisque, pour lui, c’est depuis toujours la pauvreté qui a motivé la tradition d’émigration et de voyage des Grecs. « A Delphes, la question la plus souvent posée par les Grecs anciens à la Pythie était « Est-ce que je dois m’expatrier ? » ».
Pauvreté donc, mais aussi joies simples de l’enfance, notamment les déplacements à dos de mulets dans l’inquiétante île de Santorin, ou les parties de foot avec les copains, dans les rues d’Athènes, une Athènes qui appartient encore aux enfants puisque les voitures y sont rares.
Athènes, qu’Alexakis va bientôt quitter. Car entre une mère amoureuse de la littérature et un père comédien, « qui n’est lui-même que quand il joue », le petit garçon s’est découvert le goût de la narration. Il veut être journaliste.
Ayant obtenu une bourse, le jeune homme s’expatrie en France, à Lille et découvre, non pas le français classique, qu’il a d’ailleurs peu fréquenté pendant ses études, mais la langue parlée.
Ainsi commence une autre vie, dans le gris et la pluie du Nord de la France, et cette langue française, « venue par hasard » qu’il faut apprendre en toute hâte pour ne pas perdre la bourse universitaire…
À suivre…
Écrit par Joëlle Cantin 12/11/14
Consultez l’émission : http://www.franceculture.fr/emission-a-voix-nue-vassilis-alexakis-15-2014-01-20
Η πρώτη από μία σειρά πέντε εκπoμπών με τον Βασίλη Αλεξάκη στο France Culture.
Τα παιδικά χρόνια
Ο Βασίλης Αλεξάκης κατάγεται από πατέρα ηθοποιό από καθολική οικογένεια της Σαντορίνης, και από μητέρα από την Κωνσταντινούπολη, ένθερμα ορθόδοξη. Κι άλλες επιρροές και ιστορίες συμβάλλουν στη δική του οικογενειακή ιστορία: όπως αυτός ο Ιταλός πρόγονος, επίσης ηθοποιός, ο οποίος συνεπαρμένος από την ομορφιά της Σαντορίνης, θα εγκατασταθεί μόνιμα στο νησί.
Εντούτοις, είναι περιττό να ρωτήσουμε τον Αλεξάκη αν η διπλή καταγωγή του αποτέλεσε το κλειδί για τη σχέση του με τη λογοτεχνία. Μια σχέση αν μη τι άλλο μοναδική, αφού γράφει εναλλάξ στα γαλλικά και στα ελληνικά και μεταφράζει ο ίδιος τα κείμενα του και στις δύο γλώσσες.
Η αληθινή απάντηση μας δίνεται μέσα από τις πηγές της συγγραφής και του έργου του, όπου συναντούμε πρώτα το πρόσωπο της μητέρας του, μιας μητέρας που την ανακαλεί στο μυθιστόρημά του που δημοσιεύτηκε στα γαλλικά με τίτλο «Θα σε ξεχνώ κάθε μέρα». Μια μητέρα που νιώθει ανία στη Σαντορίνη, απομονωμένη μέσα στην οικογένειά του συζύγου της και φανατική αναγνώστρια μυθιστορημάτων και ποιημάτων.
Όπως συμβαίνει σε πολλές οικογένειες, η μητέρα διαβάζει ιστορίες στα παιδιά το βράδυ, στιγμή που αναμένουν με μεγάλη ανυπομονησία. Μεταξύ αυτών των αναγνωσμάτων βρίσκονται κλασικά έργα για παιδιά και κυρίως τα βιβλία της «Κόμισσας του Σεγκύρ», σε μία αρκετά ελεύθερη μετάφραση από τα γαλλικά τα οποία δεν γνωρίζει τόσο καλά. Αλλά αυτή η φανατική αναγνώστρια, προχωράει πέρα από τα κλασικά παιδικά βιβλία. Κυρίως, πρόκειται γι’ αυτό το θαυμάσιο παιχνίδι, που το επινόησε για να αντιμετωπίσει την ανία της σιέστας, εκείνης της σιέστας που τότε θεωρείτο «εθνικό καθήκον», όπως επισημαίνει ο Αλεξάκης.
Τα σπίτια της Σαντορίνης, συχνά τρωγλοδυτικά, δεν έχουν καλή μόνωση και η υγρασία σχηματίζει στους τοίχους μια ολόκληρη γεωγραφία από γκρίζες κηλίδες. Τις ώρες της αναγκαστικής ανάπαυσης, αυτές οι κηλίδες γίνονται η αφορμή για ένα παιχνίδι στο οποίο αφήνονται ο συγγραφέας με τη μητέρα του. Οι κηλίδες υγρασίας, σχηματισμένες στην τύχη, γίνονται χώρες των οποίων πρέπει να ανακαλύψουν την ιστορία.
«Στην πραγματικότητα, κάναμε όπως ο Ζωρζ Περέκ πριν τον ίδιο τον Περέκ» λέει ο Αλεξάκης. Επιβάλλαμε στον εαυτό μας ένα καθήκον για να πυροδοτήσουμε τη φαντασία μας.
Από αυτήν την πρώτη εκπομπή, συγκρατούμε ακόμη την αναφορά του στη Σαντορίνη και στην Αθήνα και στις δύο περιφερειακές συνοικίες της Καλλιθέας και της Νέας Φιλαδέλφειας. Δύο φτωχές συνοικίες οι οποίες υποδέχτηκαν κυρίως πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. «Οι γονείς μου ήταν στην ίδια ακριβώς θέση με αυτούς σ’ αυτές τις συνοικίες», λέει ο Αλεξάκης.
Βασικά, η φτώχεια είναι αυτή που χαρακτηρίζει τα παιδικά του χρόνια όπου τα γεύματα μετατρέπονται σε πραγματικούς εφιάλτες. «Δεν είχαμε ποτέ όρεξη να φάμε αυτό που μας έδιναν».
Μία ιστορία φτώχειας, δύσκολης ζωής, επιδεινωμένης ακόμη περισσότερο από την οικονομική κατάσταση της χώρας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Γιατί η Ελλάδα, όπως η Πολωνία, ήταν κατά αναλογία μία από τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Μία Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου την οποία ο Αλεξάκης δε διστάζει να συγκρίνει με την Ελλάδα του σήμερα.
Τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα είναι λοιπόν και μια ελληνική ιστορία αφού σύμφωνα με τον ίδιο, η φτώχεια είναι αυτή που κινητοποιούσε ανέκαθεν την παράδοση της μετανάστευσης και του ταξιδιού των Ελλήνων. «Στους Δελφούς, η ερώτηση που ετίθετο πιο συχνά από τους αρχαίους Έλληνες στην Πυθία ήταν πρέπει να εκπατριστώ;»
Φτώχεια λοιπόν, αλλά και απλές χαρές των παιδικών χρόνων, όπως η μεταφορά στην πλάτη μουλαριών στο ταραγμένο νησί της Σαντορίνης ή παιχνίδια με την μπάλα μαζί με τους φίλους στους δρόμους της Αθήνας, μία Αθήνα που ανήκει ακόμη στα παιδιά αφού τα αυτοκίνητα είναι σπάνια.
Μία Αθήνα την οποία ο Αλεξάκης θα εγκαταλείψει σύντομα. Αφού ανάμεσα σε μία μητέρα ερωτευμένη με τη λογοτεχνία κι έναν πατέρα ηθοποιό «ο οποίος είναι ο εαυτός του μόνο όταν παίζει», το μικρό αγόρι ανακαλύπτει τη χαρά της αφήγησης. Θέλει να γίνει δημοσιογράφος.
Έχοντας λάβει μια υποτροφία, ο νεαρός άνδρας εκπατρίζεται στη Λιλ της Γαλλίας, και ανακαλύπτει όχι τα κλασικά γαλλικά, με τα οποία ασχολήθηκε λίγο στις σπουδές του, αλλά αυτή καθ’αυτήν την ομιλούσα γλώσσα.
Έτσι ξεκινά μια νέα ζωή, μέσα στο γκρι και στη βροχή του γαλλικού βορρά και μέσα σε αυτήν τη γλώσσα «που προέκυψε τυχαία» και πρέπει να τη μάθει βιαστικά για να μη χάσει την υποτροφία του πανεπιστημίου...
Συνεχίζεται...
Μετάφραση Εύα Τζιμούρτα 12/11/14
Ακούστε την εκπομπή: http://www.franceculture.fr/emission-a-voix-nue-vassilis-alexakis-15-2014-01-20