top of page

Mediapart: ένα καλό και ένα κακό νέο για τη δημοκρατία

 

Χωρίς τη Mediapart δε θα υπήρχε ούτε υπόθεση Bettencourt ούτε υπόθεση Cahuzac. Η ενημερωτική ιστοσελίδα του παλιού διευθυντή σύνταξης της « le Monde » Edwy Plenel έχει γίνει μέσα σε κάποια χρόνια ένα απαραίτητο μέσο ενημέρωσης και οι έρευνές της δε σταματούν να προβληματίζουν την πολιτική ζωή στη Γαλλία.

Ωστόσο το στοίχημα για τη Mediapart δεν ήταν και τόσο εύκολο καθώς το 2008, τη χρονιά που ξεκίνησε, οι δωρεάν ιστοσελίδες ήταν πολυάριθμες. Ο Edwy Plenel και τα άλλα ιδρυτικά μέλη βασίζονταν στους συνδρομητές, οι οποίοι πληρώνουν και εγγυώνται την ανεξαρτησία της εφημερίδας καθώς στηρίζεται εξ ολοκλήρου από τους αναγνώστες της. Ποιος είναι όμως έτοιμος να πληρώσει για πληροφορίες που μπορεί να αποκτήσει αλλού δωρεάν;

Εδώ θα πρέπει να μιλήσουμε λίγο για την κατάσταση στη Γαλλία: όπως θυμίσαμε πρόσφατα με την παρουσίαση δύο πολύ επικριτικών ταινιών, ο ανεξάρτητος Τύπος στη Γαλλία αποτελεί εξαίρεση. Σχεδόν όλες οι εφημερίδες βρίσκονται στα χέρια μεγάλων βιομηχανικών και οικονομικών ομίλων. Υπάρχουν βέβαια πολλές ενημερωτικές ιστοσελίδες, αλλά πρόκειται για τη βιτρίνα και προέκταση των εφημερίδων που ήδη υπάρχουν. Οι συνέπειες αυτής της εξάρτησης; Πριν κάποια χρόνια ο διευθυντής του μεγαλύτερου ιδιωτικού καναλιού, του TF1, ο Patrick Le Lay είχε δηλώσει ότι η αποστολή του ήταν να πουλήσει στην Coca-cola το χρόνο που το ανθρώπινο μυαλό είναι διαθέσιμο.  Αυτά τα λόγια δεν αντιπροσωπεύουν προφανώς το σύνολο των δημοσιογράφων αλλά μας επιτρέπουν να καταλάβουμε ότι σ’ αυτόν τον Τύπο του οποίου η ύπαρξη εξαρτάται από τους επενδυτές,  η αυτολογοκρισία, ο μιμητισμός, ο κονφορμισμός αποτελούν τον κανόνα. Οι πιο γνωστοί δημοσιογράφοι, οι σχολιαστές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, οι αρχισυντάκτες των εφημερίδων αναπαράγουν τον κυρίαρχο λόγο που αντιπροσωπεύει λίγο πολύ τις δύο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, τη φιλελεύθερη δεξιά και το σοσιαλιστικό κόμμα. Οι μεγάλοι δημοσιογράφοι, αυτοί που έχουν το πιο ευρύ κοινό, είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία υπέρ της φιλελεύθερης Ευρώπης και ζουν περιμένοντας την αμφίβολη επιστροφή της εργασίας και της ανάπτυξης, αδιαφορούν για τα οικολογικά θέματα και ενθουσιάζονται με την αριθμητική των εκλογών, υποβαθμίζοντας συνήθως την πολιτική ζωή σε μονομαχία προσωπικοτήτων και σε εικασίες σχετικά με επικείμενες εκλογές. Επομένως, το σύνολο του γαλλικού Τύπου δε θα επιτρέψει να έρθουν στην επιφάνεια αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις για την οικονομική και ηθική κρίση στη Γαλλία.

Όταν ο Nicolas Sarkozy πήρε την εξουσία το 2007, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να κρατήσει για τον εαυτό του την δυνατότητα να ορίσει το διευθυντή της ραδιοτηλεόρασης, απόδειξη ότι γι’ αυτόν ο Τύπος δεν είναι ακόμα αρκετά υποταγμένος. Σε αυτά τα πλαίσια λοιπόν, γεννιέται η Mediapart, ένα μέσο συμμετοχικό, μία εφημερίδα που χρηματοδοτείται από τους αναγνώστές της.

Η ανεξαρτησία της εφημερίδας, της επιτρέπει  να στρέψει το βλέμμα σε θέματα μακριά από την επικαιρότητα και να προβάλει απλούς πολίτες που θέτουν προβληματισμούς, στρατευμένους σε σκοπούς που δεν ενδιαφέρουν καθόλου τις μεγάλες εφημερίδες. Μία φορά το μήνα η Médiapart οργανώνει θεματικές βραδιές, απευθείας συναντήσεις  με πολιτικούς, διανοούμενους, αντιπροσώπους οργανισμών, τις οποίες μπορούν όλοι να δουν, όσοι είναι αλλά και όσοι δεν είναι συνδρομητές. Τον προηγούμενο Ιούνιο είδαμε τη Médiapart να κινητοποιείται ενάντια στο κλείσιμο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα οργανώνοντας μία βραδιά υποστήριξης στο θέατρο Châtelet, στο Παρίσι.

Ένα από τα πιο γνωστά ιδρυτικά της μέλη έχει επίσης σχέσεις με την ερευνητική δημοσιογραφία, ο Edwy Plenel, όταν ρωτάται σχετικά με την ηθική στη δημοσιογραφία, παραθέτει τα λόγια της φιλοσόφου Hannah Arendt : Υπάρχουν δύο αλήθειες, η αλήθεια της άποψης και η αλήθεια των γεγονότων.

Ένα από τα γεγονότα που οι μεγάλοι θα ήθελαν να κρύψουν και που η Médiapart έφερε στην επιφάνεια είναι η υπόθεση Bettencourt, η οποία ταρακούνησε τον Sarkozy και έδειξε για μία ακόμη φορά τους στενούς δεσμούς μεταξύ εξουσίας και χρήματος. Χωρίς τη Mediapart θα γνωρίζαμε πολύ λιγότερα σχετικά με τις ύποπτες σχέσεις του περιβάλλοντος του Sarkozy με τον πρώην Λίβυο δικτάτορα Καντάφι, και πολύ λιγότερα σχετικά με την υπόθεση Karachi.

Εννοείται ότι αυτή η αντίληψη της δημοσιογραφίας δεν αρέσει σε όλους. Πολλοί κατηγορούν τη Mediapart ότι είναι μια “φυλλάδα σκανδάλων” που ψάχνει ένα τρανταχτό νέο και τον Edwy Plenel ότι θέλει να δημιουργήσει μία “δικτατορία διαφάνειας”. Και ο Τύπος συχνά διστάζει να αναπαράξει τις πληροφορίες της ιστοσελίδας. Πρόσφατα, οι αποκαλύψεις σχετικά με τον παράνομο λογαριασμό του εν ενεργεία υπουργού, Jérôme Cahuzac, αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη επιφύλαξη αν και τα γεγονότα ήταν εντυπωσιακά. Είναι οι ίδιοι δημοσιογράφοι που όταν πρόκειται να εξηγήσουν στους Γάλλους γιατί θα έπρεπε να αποποιηθούν του δικαιώματος τους στη σύνταξη και να δουλέψουν περισσότερο είναι κατηγορηματικοί, ενώ σε αυτήν την περίπτωση προσπάθησαν να φανούν ιδιαιτέρως προσεκτικοί.

Ο J. Michel Apathie δημοσιογράφος σε μεγάλο ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό και χρονικογράφος βεντέτα τηλεοπτικού σταθμού έφτασε στο σημείο να στείλει 80 τουίτ το ένα μετά το άλλο, επιθετικά και ειρωνικά ώστε να υπονομεύσει τη θέση της Médiapart. Αλλά αυτό που δεν αρέσει σε κάποιους, αρέσει σε κάποιους άλλους, και ιδιαίτερα στους πολυάριθμούς συνδρομητές οι οποίοι θεωρούν ότι το δικαίωμα του πολίτη στην ενημέρωση δεν μπορεί να μπερδεύεται με την οποιαδήποτε “Δικτατορία της αρετής” . Αντιθέτως, θεωρούν ότι το να δείχνουμε τη διαφορά ανάμεσα στον πολιτικό λόγο και στις ιδιωτικές πράξεις συμβάλλει στη σωστή λειτουργία της δημοκρατίας. Ο αριθμός των συνδρομητών δε σταματά να αυξάνεται.

 Υπάρχουν, λοιπόν, αυτοί οι συνδρομητές που είναι έτοιμοι να πληρώσουν την ανεξάρτητη πληροφόρηση. Ως προς αυτό η επιτυχία της Médiapart είναι ένα καλό νέο για τη δημοκρατία. Και το κακό; Το κακό είναι ότι μαζί με κάποια, λίγα ακόμα, μέσα ενημέρωσης όπως η εφημερίδα « Le Canard enchaîné », η ιστοσελίδα « Arrêt sur images » και ενημερωτικές ιστοσελίδες πιο στρατευμένες όπως οι Acrimed, Politis et Fakir, η Médiapart παραμένει μία εξαίρεση στο γαλλικό Τύπο. Η επιτυχία της αποκαλύπτει λοιπόν και το δημοκρατικό έλλειμμα που χαρακτηρίζει το χώρο της πληροφόρησης.

 

Μετάφραση Σιάνη Κατερίνα   6/10/2013

 

Σημειώσεις:

  • Ο Patrick Le Lay το 2004, τότε Πρόεδρος και γενικός διευθυντής του TF1 είχε πει: «…Για να αποδεχτεί ο τηλεθεατής μία διαφήμιση πρέπει το μυαλό του να είναι διαθέσιμο, οι εκπομπές μας έχουν ως σκοπό να το κάνουν διαθέσιμο, δηλαδή να το διασκεδάσουν, να το ξεκουράσουν και να το προετοιμάσουν μεταξύ δύο μηνυμάτων. Αυτό ακριβώς πουλάμε στην Coca-Cola, το χρόνο που το ανθρώπινο μυαλό είναι διαθέσιμο.»

  • Η υπόθεση Bettencourt ήταν αρχικά μία ιδιωτική υπόθεση. Μία διαμάχη έφερε σε αντιπαράθεση την Liliane Bettencourt, κληρονόμο της L’Oréal, με μία από τις μεγαλύτερες περιουσίες παγκοσμίως, και την κόρη της. Η υπόθεση όμως έγινε γρήγορα δημόσια, όταν ηχογραφήσεις που έγιναν στο σπίτι της Liliane Bettencourt έφεραν στο φως μία τεράστια φορολογική απάτη καθώς και υποψίες για κρυφή χρηματοδότηση της προεδρικής καμπάνιας του N. Sarkozy το 2007. Άλλωστε ο Sarkozy ανακρίθηκε σχετικά με αυτήν την υπόθεση για «κατάχρηση εμπιστοσύνης» ως προς το πρόσωπο της Liliane Bettencourt.

  • Υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ενδείξεων, δηλώσεων και εγγράφων που θέτουν ερωτήματα σχετικά με τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ του περιβάλλοντος της καμπάνιας του Sarkozy, ιδιαίτερα μέσω των κοντινών του, Claude Guéant et Brice Hortefeux (που ήταν μεταξύ άλλων και οι δύο υπουργοί εσωτερικών) και τον Καντάφι.

  • Η υπόθεση Karachi αφορά παράνομες προμήθειες από πωλήσεις όπλων με προορισμό τη Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν, και πάλι στα πλαίσια εκλογικής καμπάνιας. Υποψίες για παράνομο χρηματισμό βαραίνουν τον  Edouard Balladur, υποψήφιο που απέτυχε στις προεδρικές εκλογές του 1995. Ο εκπρόσωπός του τότε ήταν ο Nicolas Sarkozy, που ήταν παράλληλα υπουργός οικονομικών.

 

Σχετικά βίντεο:

http://www.youtube.com/watch?v=iJlGmBf8wU8

http://www.youtube.com/watch?v=YSOVdiCNEhU

Mediapart : une bonne et une mauvaise nouvelle de la démocratie

 

Sans Mediapart, il n’y aurait ni affaire Bettencourt ni affaire Cahuzac.

Le site d’information lancé par Edwy Plenel, ancien directeur de la rédaction du  quotidien « le Monde » est devenu en quelques années un média incontournable et ses enquêtes ne cessent de questionner la vie politique française.

Et pourtant, en 2008, année de son lancement, le défi de Médiapart n’était pas mince, alors que les sites gratuits étaient légion. Edwy Plenel et les autres membres fondateurs parient, eux, sur des lecteurs abonnés, payants, et qui garantissent l’indépendance du journal, entièrement financé par son lectorat.

Qui donc sera prêt à payer pour des informations qu’il peut se procurer ailleurs gratuitement ?

Il faut ici se replacer dans le contexte français : comme on le rappelait précédemment, à travers la présentation de deux films très critiques,,  la presse indépendante en France est l’exception. Presque tous les journaux sont aux mains de grands groupes industriels ou financiers : de nombreux sites d’information existent certes, mais ils sont les vitrines et les prolongements des journaux imprimés.

Les conséquences de cette sujétion ? Il y a quelques années, le directeur de la plus grande chaîne privée TF1, Patrick Le Lay avait déclaré que sa mission était de vendre du temps de cerveau disponible à coca-cola*.

Ces propos ne rendent évidemment pas compte de l’éthique de l’ensemble des journalistes mais permettent quand même de comprendre que, dans cette presse dont l’existence dépend de ses investisseurs,  l’auto-censure, le mimétisme, le conformisme sont de règle. Les journalistes les plus en vus, chroniqueurs de radio et télé, éditorialistes de journaux imprimés contribuent à reproduire le discours dominant qui correspond plus ou moins à celui des deux grandes forces politiques du pays, la droite libérale et le parti socialiste. Les grands journalistes, ceux qui réalisent le plus d’audience, sont dans leur écrasante majorité pour  l’Europe libérale, vivent dans l’attente du retour improbable du plein-emploi et de la croissance, sont à peu près indifférents aux questions écologiques et fascinés par l’arithmétique électorale, réduisant le plus souvent la vie politique à un duel de personnalités et à des spéculations sur les élections toujours à venir.

Ce n’est donc pas la presse française dans son ensemble qui permettra de faire émerger des alternatives crédibles à la crise économique et morale qui touche la France.

Quand Nicolas Sarkozy prend le pouvoir en 2007, l’un de ses premiers gestes sera de réserver la nomination du directeur de l’audiovisuel au chef de l’Etat. Signe que pour lui, la presse n’est pas encore assez docile.

C’est donc dans ce contexte qu’est né Médiapart, média participatif : un  journal financé par ses lecteurs.

L’indépendance du journal lui permet de porter le regard sur des thèmes délaissés par l’actualité et de donner de la visibilité à de simples citoyens, lanceurs d’alertes, militants de causes qui n’intéressent guère la grande presse.  Une fois par mois, Médiapart organise des soirées thématiques, rencontres en direct et visibles par tous, abonnés et non-abonnés, entre des politiques, des intellectuels, des représentants d’association.

En juin dernier, on a vu Médiapart se mobiliser contre la fermeture de l’audiovisuel public en Grèce en organisant une soirée de soutien au théâtre du Châtelet, à Paris.

Mais il s’agit également, pour le plus connu de ses fondateurs, de renouer avec le journalisme d’investigation. Quand on l’interroge sur l’éthique du journalisme et sa fonction sociale, Edwy Plenel aime citer la philosophe Hannah Arendt : il y a deux sortes de vérité, une vérité d’opinion et une vérité des faits.

Des faits que les puissants voudraient bien occulter et que Médiapart se charge de remettre dans l’espace public : l’affaire Bettencourt*, a secoué la Sarkozy et montré une nouvelle fois les liens étroits entre le pouvoir et l’argent. Sans Mediapart, on en saurait beaucoup moins sur les liens troubles de l’entourage de Nicolas Sarkozy avec l’ex-dictateur lybien, Kadhafi*. Et moins également sur l’affaire Karachi*.

Il va sans dire que cette conception du journalisme n’est pas du goût de tous. On reproche à Mediapart d’être une  « feuille à scandale » à la recherche d’un scoop et à Edwy Plenel de vouloir exercer une « dictature de la transparence ».

Et la presse se montre souvent réticente à reprendre les informations du site. Récemment, les révélations concernant le compte bancaire illégal de Jérôme Cahuzac, ministre officiellement en exercice, ont été accueillies avec une extrême réserve par l’ensemble des journalistes alors que les faits semblaient accablants. Ces mêmes journalistes, qui  sont en d’autres occasions tellement péremptoires, quand il s’agit par exemple d’expliquer aux Français pourquoi ils vont devoir renoncer aux droits acquis pour leur retraite et travailler plus longtemps, se sont montrés en cette occasion soucieux d’observer la plus grande prudence.

J. Michel Apathie, éditorialiste pour une grande radio privée  et chroniqueur vedette d’une chaîne de télé est allé jusqu’à envoyer 80 tweet, tour à tour sentencieux, rageurs et ironiques pour ébranler la position de Médiapart.

Mais ce qui déplaît à certains plaît à d’autres et notamment aux nombreux abonnés qui ne pensent pas que le droit de savoir des citoyens puisse être confondu avec une quelconque « dictature de la vertu ». Et que bien au contraire, montrer le décalage entre les discours politiques et les actes privés contribue au bon fonctionnement de la démocratie.

Le nombre d’abonnés ne cesse d’augmenter. Ils existent donc bien, ces lecteurs, prêts à payer pour une information indépendante.

En cela, le succès de « Médiapart » est une bonne nouvelle pour la démocratie.

Et la mauvaise ? C’est qu’avec quelques rares médias, comme « le Canard enchaîné », le site « Arrêt sur images », et des sites d’information plus militants tels qu’Acrimed, Politis et Fakir, « Médiapart » reste une figure d’exception dans la presse française. Son succès manifeste donc également le déficit démocratique qui la caractérise.  

 

 

Ecrit par Joëlle Cantin 6/10/2013

 

Notes :

 

*Patrick Le Lay, 2004, alors Président Directeur général de TF1 : « …Or pour qu'un message publicitaire soit perçu, il faut que le cerveau du téléspectateur soit disponible. Nos émissions ont pour vocation de le rendre disponible : c'est-à-dire de le divertir, de le détendre pour le préparer entre deux messages. Ce que nous vendons à Coca-Cola, c'est du temps de cerveau humain disponible ».

 

* L’affaire Bettencourt est au départ une affaire privée. Un litige oppose Liliane Bettencourt, héritière de la firme L’Oréal, l’une des plus grandes fortunes mondiales, et sa fille. Mais l’affaire devient publique quand des enregistrements faits au domicile de Liliane Bettencourt mettent en lumière une gigantesque fraude fiscale et des soupçons de financement occulte de la campagne présidentielle de Nicolas Sarkozy en  2007.  Nicolas Sarkozy a d’ailleurs été mis en examen dans cette affaire pour « abus de faiblesse » sur la personne de Liliane Bettencourt.

 

*Il existe un certains nombre d’indices, de déclarations, de documents qui interrogent sur des liens financiers entre l’entourage de campagne de Nicolas Sarkozy, notamment par l’intermédiaire de ses proches,  Claude Guéant et Brice Hortefeux (qui furent tous deux, entre autre,  ministres de l’Intérieur) et Kadhafi.

 

*L’affaire Karachi est une affaire de commissions illégales sur des ventes d’armes en direction de  l’Arabie saoudite et du Pakistan, dans un contexte, là encore, de campagne électorale. Des soupçons de financement illégal pèsent sur Edouard Balladur, candidat malchanceux aux élections présidentielles en 1995. Son porte-parole de campagne était alors Nicolas Sarkozy, qui était en même temps ministre du Budget

 

 

Consultez les vidéos :

http://www.youtube.com/watch?v=iJlGmBf8wU8

http://www.youtube.com/watch?v=YSOVdiCNEhU

Un magazine franco-grec / Ένα γαλλοελληνικό περιοδικό

Clique, lis, écoute / Κλίκαρε, διάβασε, άκουσε

bottom of page