L'envoûtante culpabilité du monde marin de Nikos Kavvadias, le Quart
Chaque fois que je prends quelque chose à la hâte dans la bibliothèque, au delà de la poussière qui en tombe, c'est aussi l'occasion de jeter à nouveau un œil sur un livre. Cette fois-ci ce fut un dossier de photocopies, daté de 2000-2001 intitulé Proses et poèmes hors corpus, Nikos KAVVADIAS. Date lointaine, dans une petite salle de l'Institut de littérature néo-hellénique à la Sorbonne, quand le professeur Guy* Saunier, avec les photocopies qu'il nous distribuait, partageait aussi sa passion pour le poète.
Ses trois recueils de poèmes ont été lus, mis en musique, aimés, mais moi, j'ai un faible particulier pour Le Quart, l'unique roman du poète. Les histoires qu'il raconte se mêlent curieusement dans ma tête aux récits que mon père n'aimait pas faire de ses propres voyages, à la même époque que Kavvadias... des narrations crues, mélancoliques, dans un cheminement sans fin.
Des histoires d'heures de quart, des souvenirs, des fantasmes, des femmes qui dansent sur un rythme de prose et la poésie qui flatte les confidences, et se fait caresse, à la manière d'un marin dans un bordel de Marseille. La mer, la solitude, le rêve, en eux inlassablement le poète s'éveille, tangue, s'endort. La terre devient malédiction et le marin une fois débarqué se sent perdu, et n'a qu'une hâte, repartir à nouveau. «C'est à terre que la nausée me prend. Mon voyage le plus pénible, le plus dangereux, je l'ai fait sur l'asphalte, entre Syntagma et Omonia.»
Dans un quotidien rude, soumis aux caprices de la mer, la parole du marin acquiert une dimension poétique. Elle devient mythe, en trouvant pour la première fois un moyen et un lieu d'expression qui lui sont propres. «Prends-moi par la main pour me montrer le monde. Le grand planisphère déchiré. La géographie perdue au milieu des livres inutiles. Le sextant sans lentilles. Nous les avons ôtées pour allumer nos cigarettes. La lunette brisée. Le parallèle gauchi. L’aiguille du compas, affolée, titube. Le loch, le requin, l’a fendu, ou peut-être un chien de mer. La clepsydre ? Mais le sable ne parvient pas à passer. Alors mesurons la marche du soleil avec nos doigts. Lequel de tous les soleils?»
Nikos Kavadias naît en 1910 dans une ville de Mandchourie. Il vit quelques années à Céphalonie, d'où ses parents sont originaires mais c'est au Pirée qu'il suit sa scolarité. De 1929 jusqu'à l'Occupation il travaille dans des conditions difficiles comme marin à bord de cargos et après la guerre, en 1944 il embarque à nouveau comme opérateur radio jusqu'en 1974. C'est pendant cette période qu'il écrit Le quart (1954), son premier recueil de poèmes, Marabout, étant déjà paru en 1933. Suivront les autres recueils Brouillard (1947) et Traverso (1975).
En 1969, Michel* Saunier publie Le Quart en français, sous le titre En bourlinguant, tard, aux éditions Stock. En dehors de la traduction de cet ouvrage de Kavvadias, il se consacre à la présentation de travaux de synthèse et à la traduction de chansons démotiques, d'œuvres de Papadiamantis, d'Embirikos, et de Kazantzakis. Professeur de littérature grecque moderne et directeur de l'Institut néo-hellénique de la Sorbonne (Paris IV) il a été distingué en 2015 par le Département de Littérature de l'Université du Péloponnèse qui a décidé à l'unanimité de lui décerner le titre de professeur honoraire.
Kalliopi Mandilara 27/5/2016
Traduction : Frédérique Bouvier (Phonie-Graphie: association pour la promotion du grec moderne en France)
Remarque : Yiannis Tsarouxis a peint quatre tableaux pour l'édition de 1976, que l'auteur n'a pas eu la chance de voir.
NdT : pour les extraits, traduction de Michel Saunier (Le Quart, Editions Denoël, collection Denoël & d'ailleurs, parution 08-06-2006)
*En tant que professeur à la Sorbonne, il publie sous son nom, Guy Saunier. Michel Saunier est son nom d'écrivain.
Η γοητευτική ενοχή του υδάτινου κόσμου του Νίκου Καββαδία, η Βάρδια
Κάθε φορά που τραβάω βιαστικά κάτι από τη βιβλιοθήκη, πέρα από τη σκόνη, θα πέσει και μια αφορμή για να ξανακοιτάξω ένα βιβλίο. Αυτήν τη φορά ήταν ένα ντοσιέ με φωτοτυπίες με ημερομηνία 2000-2001 και τίτλο Proses et poèmes hors corpus, Nikos KAVVADIAS. Μακρινή ημερομηνία, σε μια μικρή αίθουσα του Ινστιτούτου Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στη Σορβόννη, όταν ο καθηγητής Michel Saunier μας μοίρασε τις φωτοτυπίες μαζί με το πάθος του για τον ποιητή.
Οι τρεις ποιητικές του συλλογές έχουν διαβαστεί, μελοποιηθεί, αγαπηθεί, εγώ όμως κρατώ μια ιδιαίτερη αδυναμία για τη Βάρδια, το μοναδικό μυθιστόρημα του ποιητή. Οι ιστορίες που αφηγείται μπερδεύονται στο κεφάλι μου περίεργα με εκείνες που δεν άρεσε στον πατέρα μου να διηγείται για τα ταξίδια που έκανε την ίδια εποχή με τον Καββαδία… διηγήσεις ωμές, μελαγχολικές, σε μια πορεία δίχως τέλος.
Ιστορίες από την ώρα της βάρδιας, αναμνήσεις, φαντασιώσεις, γυναίκες που χορεύουν σε ρυθμούς πρόζας και η ποίηση να χαϊδολογά τις εξομολογήσεις σαν άλλος ναυτικός σε πορνείο της Μαρσίλιας. Η θάλασσα, η μοναξιά, το όνειρο, μέσα τους ξυπνάει, λικνίζεται και αποκοιμιέται ο ποιητής, χωρίς σταματημό. Η στεριά γίνεται κατάρα και ο ξέμπαρκος νιώθει χαμένος, βιάζεται να ξεκινήσει και πάλι, «Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια.»
Μέσα σε μια καθημερινότητα σκληρή, που συμμορφώνεται στα καπρίτσια της θάλασσας, ο ναυτικός λόγος αποκτά ποιητική διάσταση και μυθοποιείται βρίσκοντας για πρώτη φορά τον δικό του εκφραστικό τρόπο και τόπο. «Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για να ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλινώριο. Η ρίγλα ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε και τρεκλίζει. Την μπαρκέτα την έκοψε κυνηγός, μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι; μα ο άμμος δε βολεί να περάσει. Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα. Ποιόν απ’ όλους ;»
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια πόλη της Μαντζουρίας. Ζει κάποια χρόνια στην Κεφαλονιά, τόπο καταγωγής των γονιών του ενώ περνάει τη σχολική ζωή του στον Πειραιά. Από το 1929 μέχρι την κατοχή δουλεύει σε δύσκολες συνθήκες ως ναύτης σε φορτηγά και μετά τον πόλεμο, το ‘44 ξαναμπαρκάρει σαν ασυρματιστής έως το 1974, περίοδο στην οποία γράφει τη Βάρδια, (1954) ενώ η πρώτη ποιητική συλλογή του, Μαραμπού, έχει εκδοθεί ήδη το 1933. Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Πούσι (1947) και Τραβέρσο (1975).
Το 1969 ο Michel Guy Saunier εκδίδει τη Βάρδια στα γαλλικά, με τίτλο En bourlinguant tard στον εκδοτικό οίκο Stock. Εκτός από το έργο του Καββαδία, έχει ασχοληθεί και παρουσιάσει συνθετικές εργασίες και μεταφράσεις Δημοτικών Τραγουδιών, έργα του Παπαδιαμάντη, του Εμπειρίκου και του Καζαντζάκη. Καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας και διευθυντής του Νεοελληνικού Ινστιτούτου της Σορβόννης (Paris IV) τιμήθηκε το 2015 και από το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου που αποφάσισε ομόφωνα να τον αναγορεύσει σε επίτιμο καθηγητή
Καλλιόπη Μανδηλαρά 27/5/2016
Σημείωση : O Γιάννης Τσαρούχης, φιλοτέχνησε τέσσερις ζωγραφιές για την έκδοση του 1976, που ο συγγραφέας δεν ευτύχησε να δει.